- θωός
- θώςjackalmasc gen sgθωόςbirdmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θωός — θωός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
θωόν — θωός bird masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATHOS — mons Macedoniae, nunc in tractu Iamboli dicto, instar peninsulae in mare Aegaeum excurrens, inter sinus Strymonicum, et Singiticum, cuius umbra in Lemnum insul. inde in ortum 87. mill. pass. distantem usque pertingit. Plin. 1. 4. c. 10. et 12.… … Hofmann J. Lexicon universale
θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ … Dictionary of Greek
θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… … Dictionary of Greek